αμεταδοσία

αμεταδοσία
ἀμεταδοσία, η (Μ) [ἀμετάδοτος]
το να μη δίνει κανείς από αυτά που έχει, φιλαργυρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμεταδοσίαν — ἀμεταδοσίᾱν , ἀμεταδοσία the habit of not giving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάδοτος — η, ο (AM ἀμετάδοτος, ον) αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί νεοελλ. (ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός μσν. 1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος 2. αυτός που δεν κοινώνησε τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”